- αιτιατική
- ηη τρίτη, σύμφωνα με την καθιερωμένη σειρά, πτώση των ονομάτων, αντωνυμιών, αριθμητικών και μετοχών της ελληνικής γλώσσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιτιατική — η (Α αἰτιατική) μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰτιατός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής] … Dictionary of Greek
αἰτιατικῇ — αἰτιατικός causal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατική — αἰτιατικός causal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
ρέκβιεμ — (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν… … Dictionary of Greek
αἰτιατικῆι — αἰτιατικῇ , αἰτιατικός causal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek